Αρχική > Άρθρα > Άρθρα σε άλλα έντυπα > Για το ΠεριΩδικό της Πόλης - το περιοδικό της Καβάλας
Μέσα σε δυο μέρες, στα μέσα του Σεπτέμβρη, είδα τρεις φίλους παλιούς, δυο συμμαθητές στο Γυμνάσιο και ένα συμφοιτητή στο Πανεπιστήμιο. Με απογοήτευσαν. Μου φάνηκαν γερασμένοι, αποτραβηγμένοι, εκτός …κυκλοφορίας, ξεπερασμένοι. Πήγα να «σκάσω» από τα νεύρα μου. Έτσι είμαι κι εγώ;
Όχι. Αρνούμαι. Δεν το δέχομαι. Κι αναρωτιέμαι γιατί συμβιβάστηκαν κι αυτοί κι άλλοι τόσοι, κι άλλοι χίλιοι τόσοι, κι΄ άλλοι δέκα χιλιάδες τόσοι της «γενιάς» μας. Πολύ περίεργο και πολύ λυπηρό να τους βλέπεις έτσι να παραπαίουν. Κι αυτό γιατί τα παιδιά της «γενιάς» μου και την «περιπέτεια» εξαντλήσαμε και την «πρόκληση» ξεπεράσαμε και το «αδιανόητο» έγινε εφικτό και το «αδύνατον» κανόνας. Και μέσα από μια ανέτοιμη, απρόθυμη, παραπαίουσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση, προχωρήσαμε πολύ περισσότερο. Τόσο που ξαφνικά, δεν αναγνωρίζαμε τον εαυτό μας, έτσι τουλάχιστον όπως μας είχαν μάθει να εκτιμούμε τον εαυτό μας.

Περάσαμε μέσα από τα γεγονότα του ’65  στην Πανεπιστημίου , μέσα από τα γεγονότα του ’66 στη Νομική και μέσα από τα τάνκς του Απρίλη του ’67 και επιζήσαμε χωρίς απώλειες και με γεμισμένες μπαταρίες. Τελειώσαμε το Πανεπιστήμιο δουλεύοντας από ‘δω κι από ‘κει βγάζοντας χαρτζιλίκι άλλος μεγάλο κι άλλος μικρό, δείξαμε ποιοι είμασταν και τι θέλαμε και δεν κρυφτήκαμε από κανέναν. Πήγαμε φαντάροι μέσα στη δικτατορία, ματώσαμε λίγο ή πολύ, ή και καθόλου μέσα ή και έξω από το Πολυτεχνείο, είπαμε τις αλήθειες και τα ψέματά μας, κρυφτήκαμε πίσω από μύθους που μόνοι μας φτιάξαμε, μπήκαμε στη ζωή με «τα μούτρα» ο καθένας στο δικό του «μεροκάματο», δεχτήκαμε ο καθένας τα δικά του τραύματα κι ανταμώσαμε τη μεταπολίτευση . Τραυματίες μεν αλλά ώριμοι . Όλα σχεδόν τα παιδιά της ηλικίας μας, της εποχής μας, της «χαμένης γενιάς», τα παιδιά που γεννήθηκαν στον εμφύλιο και λίγο μετά μέχρι και μετά την 21η Απριλίου του 1967, πέρασαν μέσα από τις ίδιες μυλόπετρες. Εκτός βέβαια των ελαχίστων «εκλεκτών» που και σήμερα άλλωστε αποτελούν την αδιαφιλονίκητη νομενκλατούρα διότι άλλωστε, γι αυτό ακριβώς και γεννήθηκαν και κατασκευάστηκαν.

Εμείς, οι συντριπτικά πολλοί, οι εκτός νομενκλατούρας, ό, τι αποκτήσαμε, πολύ ή λίγο, μεγάλο ή μικρό, το κερδίσαμε με προσπάθεια μέσα από τεράστια αμφισβήτηση . Στους περισσότερους από εμάς, δεν μας αναγνωρίζεται τίποτα, δεν μας χαρίστηκε τίποτα. Εκτός ίσως από το επώνυμό μας και κάποια κύτταρα στο DNA μας.
Ας κάνουμε τον απολογισμό μας, όσοι σαρανταπεντάρηδες ,  πενηνταπεντάρηδες ή και λίγο παραπάνω υπάρχουμε ακόμα. Ζωντανοί. Όχι συμβιβασμένοι. Δεν παίρνουμε τίποτα πίσω απ΄ αυτά που κάναμε κι απ΄ αυτά που είπαμε. Αλλά έχουμε παράπονα. Και το συναίσθημα της αδικίας. Δεν είμαστε παιδιά της γενιάς των ηρώων των πολέμων, δεν έχουμε αναμνήσεις από αγώνες για ελευθερία και ανεξαρτησία από τον κατακτητή, δεν  ζήσαμε  Βενιζέλο, Τρικούπη, Δηλιγιάννη, δεν νοιώσαμε τον κραδασμό των Μεγάλων Διωγμών και του περιορισμού της Ελλάδας. Δεν είμαστε ακόμα ούτε παιδιά της Τεχνολογικής Επανάστασης, της απελευθέρωσης των Ιδεών, της κοινωνικής πολυδιάσπασης, των «Μεγάλων Συμμαχιών» και των «Μεγάλων Συνενοχών», της εξωσωματικής γονιμοποίησης και της διαδραστικής Παγκοσμιοποίησης που κατασκεύασαν σιγά-σιγά τον «Νέο Κόσμο».
Εμείς, είμαστε  παιδιά της αστικοποίησης , της καταστροφής της επαρχίας, της πολιτικής αστάθειας και της προδοσίας.

Και αισθανόμαστε αδικημένοι. Είμαστε αδικημένοι. 
Ζήσαμε την ωρίμανσή μας και την ολοκλήρωσή μας τα χρόνια που σημαδεύτηκαν από το «Βασιλικό Πραξικόπημα» και τη δολοφονία του Κένεντι, μέχρι την επικράτηση της δικτατορίας του Παπαδόπουλου. Υποχρεωθήκαμε να μάθουμε κάποιες – μισές- αλήθειες πολύ αργότερα και μέσα από αμφιλεγόμενες πηγές. Υποχρεωθήκαμε να αναθεωρήσουμε πράγματα που διαβάσαμε στα βιβλία ή ακούσαμε από το στόμα εμπνευσμένων δασκάλων και να τα αντικαταστήσουμε από «εκσυγχρονισμένες» λογικές συνέργειας και συνενοχής. Υποχρεωθήκαμε να μεγαλώσουμε είτε κάτω από το φόβο του κομμουνισμού είτε κάτω από το φόβο του χωροφύλακα. Μάθαμε- χωρίς να ρωτηθούμε-  να αναγνωρίζουμε την εξουσία ως «βασιλιάς και βασίλισσα» και πολύ σύντομα, αναγκαστήκαμε να τα καταδικάσουμε. Υποχρεωθήκαμε να νοιώσουμε την εφηβική μας ακμή μέσα σε ανώμαλες κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις και πολύ σύντομα, μάθαμε ότι το να αναπνέεις, να μιλάς και να σκέφτεσαι ελεύθερα είναι το μεγαλύτερο αγαθό που αν ωστόσο το αφήσεις  ανεξέλεγκτο στα χέρια των  επαγγελματιών «προστατών» του, μεταβάλλεται σε δίκοπο μαχαίρι. Που δεν διδαχτήκαμε ΠΟΤΕ  να το χρησιμοποιούμε.

Κι όταν πέσαμε στα πρώτα λάθη, μας εγκατέλειψαν σ΄ ένα  περίεργο, ολιγαρχικό εχθρικό περιβάλλον. Το οποίο όλο και άλλαζε, όλο και μετατρεπόταν, πήγαινε αριστερά, δεξιά, στύλωνε τα πόδια στο κέντρο, μαύριζε ξαφνικά, «ξημέρωνε» αλλά και «ρόζιζε» πάλι προς τα αριστερά, «πρασίνιζε» ελαφρώς προς τα δεξιά της αριστεράς , υπερκαλύπτοντάς την απατηλά κι εκθέτοντάς την,  δημιουργούσε κάστες , οικογένειες, γκρουπούσκουλα και ιδιότυπη omerta χωρίς ιδεολογίες ,  πλούτιζε από τον αγώνα μας και μας φτώχαινε με την ...πρόοδό της, όλο και μεταλλασσόταν  υπό τις οδηγίες της νομενκλατούρας και των διαδόχων της, δημιουργώντας νέα αδιέξοδα. 
Περάσαμε πολλές Πρωτομαγιές και πολλές …Πρωταπριλιές. Άλλοι διδαχτήκαμε, άλλοι απλώς είδαμε «τα τραίνα να περνούν». Τους πιστεύαμε και μας πρόδιδαν. Τους ακολουθούσαμε κι έστριβαν στην πρώτη γωνία.  Τους αναδεικνύαμε και μας εκθέτανε.
Λέτε οι συμμαθητές μου να ανήκουν σ αυτούς που είδαν «τα τραίνα να περνούν;»
 
        
 
©2004-2024 Created and Powered by EXIS I.T. - Designed by ::ittech.gr::