Δεν υπάρχει αμφιβολία. Η άνοιξη περιδιαβάζει ανάμεσά μας και μας θυμίζει ότι υπάρχουν πολλά καλά για να μας φτιάξουν την καθημερινότητα, μόνο που τα ξεχνάμε και δεν τα υπολογίζουμε όταν κάνουμε τον απολογισμό της μέρας μας.
Κι αυτή ακριβώς τη στιγμή, ένα σύννεφο κρεμμυδίλας, σκορδίλας και τσίκνας μπαίνει απ΄ το ανοιχτό παράθυρο στο οποίο «βλέπει» η κουζίνα της ψησταριάς από κάτω μας και με αιφνιδιάζει. Ένα μηχανάκι με κομμένη εξάτμιση και δυο νεαρούς επιβάτες χωρίς κράνος προκαλεί κύματα τρόμου στους περαστικούς και τους ρωμαντικούς περιπατητές. Ένα στέισιον βάγκον κάποιου προμηθευτού στρίβει γρήγορα και μπαίνει στον πεζόδρομο και πάει να ξεφορτώσει, τρομάζοντας τους θαμώνες των καφενείων, τις μαμάδες που έχουν βγάλει βόλτα τα μωρά με τα καρότσια και τα παιδάκια που κάνουν ποδήλατο. Ένα αυτοκίνητο παρκάρει στη γωνία Δροσοπούλου και Φωκίωνος Νέγρη έξω από τα Goodies και ο οδηγός του φεύγει , αφήνοντάς το με τα αλάρμ αναμμένα να μπλοκάρει τη διέλευση του σπαστού λεωφορείου. Το λεωφορείο φτάνει στη στροφή, δεν χωρά να στρίψει, ο οδηγός του ΙΧ έχει απομακρυνθεί, το λεωφορείο αρχίζει να κορνάρει, όπως και τα ΙΧ που δεν μπορούν να περάσουν αφού ο δρόμος έχει κλείσει.
Η άνοιξη έξω απ΄ το παράθυρό μου παθαίνει καρδιακή προσβολή. Κλείνω βιαστικά τη μπαλκονόπορτα για να μην πάθω ασφυξία από την τσίκνα και την κρεμμυδίλα αλλά και γιατί δεν αντέχω άλλο τα κορναρίσματα. Οι μαμάδες όπου φύγει-φύγει από τον πεζόδρομο, πάνε να γυρίσουν σπίτι αλλά καθηλώνονται δίπλα στο περίπτερο καθώς δυο ξένοιαστοι καβαλλάρηδες με 650άρες Χάρλει συναντιώνται στη μέση του πεζόδρομου και πιάνουν την κουβέντα με τις μηχανές αναμμένες. Οι θαμώνες του «Φλόκα» σηκώνονται και μπαίνουν μέσα στο κατάστημα. Ένας κύριος προθυμοποιείται να βοηθήσει την Άννα Καλουτά να πάει προς το σπίτι της με τα αργά και ασταθή βήματα μιας 85χρονης που τόση ώρα αναπνέει ζωή αλλά ένα τεράστιο , κόκκινο τζιπ έχει κλείσει τη διάβαση και οι άνθρωποι δεν χωράνε να περάσουν απέναντι και πρέπει να προσπαθήσουν να βρουν άλλο «πέρασμα» του …ποταμού Κβάι.
Ο ανάπηρος με το καροτσάκι που απολάμβανε το φρέντο του δεν μπορεί να πάει πουθενά αφού οι Χάρλευ και το στέισιον βάγκον έχουν μπλοκάρει τον πεζόδρομο και το τζιπ κλείνει τη διάβαση.
Μέσα σε λίγα λεπτά, η εικόνα έχει άρδην αλλάξει. Τρεις – τέσσερις ανόητοι και αδιάφοροι συμπολίτες μας, έχουν σκοτώσει την άνοιξη έξω απ΄ το παράθυρό μου. Κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Έχει επικρατήσει η δικτατορία των ανοήτων, των αδιάφορων, των ασύλληπτων «κακοποιών» της καθημερινότητάς μας. Θέλω ν ανοίξω το παράθυρο και να βάλω τις φωνές μπας κι ο ηλίθιος οδηγός πάρει χαμπάρι ότι μπλοκάρει τα πάντα αλλά δεν αντέχω τη μπόχα του κεμπαμπσίδικου.
Ακούω συχνά, εκεί που πάω όπου μιλάω με απλούς ανθρώπους, πολίτες της Αθήνας μας, φράσεις όπως « Τι κάνει η κυβέρνηση;», «Που είναι οι υπουργοί;» και « Και τι κάνετε εσείς οι βουλευτές;» για πολλά και διάφορα σοβαρά και σημαντικά ζητήματα που τους απασχολούν όπως η ανεργία, η κακή εξυπηρέτηση, τα νοσοκομεία, τα ομόλογα…
Τι κάνουμε άραγε; Τι μπορεί κανείς να κάνει ώστε 5-10 αδιάφοροι χαβαλέδες να μη μας σκοτώνουν την άνοιξη και την ελπίδα;