Αρχική > Απόψεις και Παρεμβάσεις > Συνέντευξη του Δημήτρη Κωνσταντάρα στην Ελένη Βασιλοπούλου για το περιοδικό «Λίστα Γάμου»

1. Θα σας βάλω στην μηχανή του χρόνου και μαζί θα ταξιδέψουμε στην εποχή που γνωριστήκατε και ερωτευθήκατε με την γυναίκα σας. Περιγράψτε μας το μέρος που την πρώτοσυναντήσατε, το πρώτο συναίσθημα που νοιώσατε και ασφαλώς τη πρώτη σκέψη που κάνατε για εκείνη…

Γνωριστήκαμε «επισήμως» ένα Σαββατόβραδο στο σινεμά «Άττικα» της Πλατείας Αμερικής. Μάρτιος, καιρός βροχερός και θλιμμένος. Ήμουν μ ένα φίλο μου «ξέμπαρκοι», ήταν με μια φίλη της, κοιταχτήκαμε, κάπου την ήξερα. Δυο καταπληκτικά μάτια που όταν σε «καρφώνανε», έπεφτες ξερός. Εκείνη με ήξερε, γι αυτό με κοίταγε. Στο ίδιο σχολείο πηγαίναμε, ήταν τρία χρόνια πιο μικρή, τους ήξερε τους «μεγάλους» ενώ εγώ…που μάτια για τις «μικρές». Αλλά κάτι μου έλεγε. Έστιψα το μυαλό μου για να θυμηθώ, ο φίλος μου το παρατήρησε… « καλό το μικρό» μου είπε. Και στο διάλειμμα, βγήκαμε να καπνίσουμε. Με κοίταζε. Της ζήτησα …φωτιά . Τι πρωτότυπο! Μιλήσαμε, της ζήτησα το τηλέφωνό της, δεν είχαμε ούτε χαρτί ούτε μολύβι. Μου τόγραψε στο πακέτο των τσιγάρων με ένα καμμένο σπίρτο. Την πήρα την επομένη το πρωί. Και δεν ξαναχωρίσαμε. 43 χρόνια.

2. Να παραμείνουμε σ' εκείνη την εποχή, για να μας περιγράψετε το πρώτο σας ραντεβού…

Στην πραγματικότητα η πρώτη μας γνωριμία ΗΤΑΝ το πρώτο ραντεβού. «Κανονισμένο» όμως, έγινε την επομένη. Ειδωθήκαμε την Κυριακή, νωρίς το απόγευμα και πήγαμε για καφέ. Νομίζω κάπου στην Πλατεία Βικτωρίας. Διαπίστωσα στο φως της ημέρας ότι ήταν ΠΟΛΥ μικρή. Μόλις 16 χρονών. Αλλά έμοιαζε και φερόταν σαν νάταν 20 . Και ντυνόταν …μεγαλίστικα. Στα μαύρα. Γόβες με πολύ ψηλό τακούνι. Κι ένα υπέροχο , χρυσό δαχτυλίδι μ΄ένα τεράστιο ΒΒ επάνω του. Όνομα και επώνυμο από Β. Άμεση συνάρτηση με την … «Μπε – Μπε» της εποχής μας. Μέσα σε μισή ώρα, πολυλογάς εγώ, της διηγήθηκα όσα είχα να της διηγηθώ ενώ παράλληλα την παρατηρούσα προσεκτικά. Ήταν 16 χρονών αλλά καθόλου «παιδάκι». Ανακάλυψα ότι τη θυμόμουνα από την Κάζα Ντ΄Ιτάλια που κάναμε κι οι δυο Ιταλικά, στην ίδια τάξη αλλά απ΄ όπου εκείνη είχε αποφασίσει να φύγει σχεδόν αμέσως. Είχα συγκρατήσει τα μάτια της και το πανέμορφο πρόσωπό της. Εκείνη όμως με ήξερε καλά απ΄το Γυμνάσιο. Όλες οι κοπέλες εδώ που τα λέμε με ξέρανε γιατί ήμουνα «ο γιός του Κωνσταντάρα», γιατί είχα έρθει πρώτος στους αγώνες στίβου και ο γυμνασιάρχης το είχε ανακοινώσει επισήμως, γιατί είχα πάρει υποτροφία για να πάω στην Αμερική και γιατί «τα είχα» με μια …βεντέτα του σχολείου. Ε, ήμουνα και …καλούλης κι όλας. Αλλά κι εκείνη είχε κάτι μάτια…μα κάτι μάτια! Δεν σταμάτησα να τα κοιτάζω όλα το βράδυ. Τα ξεκαθαρίσαμε όλα. Που, πότε, ποιος, γιατί. Και μετά, φοιτητής εγώ, τη ρώτησα «τι θα κάνεις αύριο;» Και μούπε το αυτονόητο: «Θα πάω σχολείο»! Θάθελα πολύ να είχα αυτοκίνητο και να περνούσα να την πάρω. Αλλά δεν είχα ούτε δίπλωμα. Πέρασα και την πήρα με τα πόδια. Μας είδαν όλοι. Και το νέο κυκλοφόρησε.

 

  1. Ο έρωτας σας με τη γυναίκα σας και ο κοινός ορίζοντας που είχατε σας ώθησε στο να επιδιώξετε την πρόταση γάμου. Είστε ένας άνθρωπος γεμάτος φαντασία και αρκετά τολμηρός θα έλεγα, αυτό το αποδεικνύει άλλωστε το συγγραφικό σας ταλέντο και η επαγγελματική σας ταυτότητα ως Δημοσιογράφος. Ποιο από τα δυο χαρακτηριστικά κυριάρχησε την στιγμή της πρότασης;

Στην πραγματικότητα, πρόταση γάμου δεν έγινε, έτσι όπως μπορεί κανείς να τη φανταστεί. Είμαστε αρκετά χρόνια μαζύ, είχα γνωρίσει τους γονείς της, είχε γνωρίσει τους δικούς μου, είχαμε κοινούς φίλους, ζούσαμε από πολύ νωρίς μια ζωή «αρραβωνιασμένων», ίσως γιατί κι οι δυο αυτό ψάχναμε. Το ήξεραν όλοι στο σχολείο αφού πήγαινα και την έπαιρνα, με την τσάντα της και μας έβλεπαν, την πήγαινα στο σπίτι και με είχε συνηθίσει όλη η γειτονιά, η οικογένειά της με είχε δεχτεί από τον τρίτο χρόνο, έπιασα δουλειά κι ερχόταν να με πάρει…μέχρι διακοπές κάναμε μαζί. Τότε στην ουσία δεν ήμουνα ούτε συγγραφέας, ούτε δημοσιογράφος. Τριτοετής φοιτητής στο Πανεπιστήμιο ήμουνα και έπαιζα μπάσο σ΄ ένα συγκρότημα. Ωστόσο ο γάμος θεωρήθηκε από τότε, στον τρίτο – τέταρτο χρόνο ως φυσικό επακόλουθο παρά τις κάποιες …αντιρρήσεις της μητέρας της και του πατέρα μου. Ώσπου κάποια στιγμή, μετά που τέλειωσα το στρατιωτικό, ο μπαμπάς της τη ρώτησε: «Είναι σοβαρό;». Εκείνη δεν δίστασε. «Ναι» του είπε. Κι εκείνος την εξέπληξε: «Αν είναι σοβαρό, να του πεις να πει στον πατέρα του να έρθουν και να σε ζητήσουν». Δεν ήξερα πώς να το πω στον πατέρα μου. Αλλά τελικά, τον «κουβαλήσαμε» το Λάμπρο …τσουβαλιαστό και με τα λουλούδια στο χέρι πήγαμε και τη ζητήσαμε. Μαζί και η μάνα μου και η δεύτερη γυναίκα του πατέρα μου. Τραγική στιγμή, εκπληκτική στιγμή, λίγα λόγια, πολλές σιωπές που υπονοούσαν πολλά, μια βραδιά γεμάτη αμηχανία για όλους. Που εξελίχθηκε πολύ φυσιολογικά. Και «κλείσαμε» στο τάκα – τάκα τον αρραβώνα. Ο οποίος έγινε στο σπίτι της μετά πάσης επισημότητος. Φράση του τύπου «Will you marry me?» δεν θυμάμαι να της είπα.

  1. Ξέρετε στις μέρες μας, δεν υπάρχουν εύκολα οι ¨αυθεντικοί κυνηγοί¨, αυτοί που προσεγγίζουν και διεκδικούν τη γυναίκα που τους ελκύει. Έχει να κάνει με τις αξίες των ανθρώπων ή πιστεύετε στον τρόπο που διαπαιδαγωγούνται οι νέες γενιές;

Κυνηγός – πόσο μάλλον «αυθεντικός»- δεν υπήρξα ποτέ μου. Ομολογώ ότι δεν μου χρειάστηκε. Συνεπώς δεν το ξέρω το «σπορ». Αλλά σήμερα, οι νέοι άνθρωποι της ηλικίας που είχαμε τότε εμείς, απλώς ΔΕΝ παντρεύονται. Προτιμούν να περιμένουν. Να σας πω την αλήθεια, κι εγώ κάπως έτσι διαπαιδαγώγησα τα παιδιά μου, μόνο και μόνο για να μην παρασυρθούν και κάνουν λάθη χωρίς να είναι σίγουρα και να μην ξεκινήσουν κάτι που δεν θα προχωρούσε. Εμείς παντρευτήκαμε ύστερα από 7 χρόνια συνύπαρξης. Συμβαίνουν σήμερα αυτά τα πράγματα;

  1. Ποιες λέξεις θα μπορούσαν να αποδώσουν καλύτερα, τα συναισθήματα που νοιώσατε την ημέρα γάμου σας;

Ήμουνα πολύ καλά. Η μάνα μου μόνο είχε τα χάλια της. «Έχανε» το μονάκριβό της λεβέντη. Και τόξερα ότι θα την πείραζε. Προσπαθούσα να την πείσω ότι ΔΕΝ θα μ έχανε. Κι εκείνη χαμογελούσε «θεατρικά» και κουνούσε το κεφάλι της. Το κατάλαβα αυτό το κούνημα τριάντα χρόνια αργότερα, όταν τα δικά μου παιδιά έφυγαν απ΄ το σπίτι. Όχι για να παντρευτούν αλλά για να ζήσουν μόνοι τη ζωή τους. Το ίδιο ήτανε. Στενοχωριόμουνα για τη μάνα μου, χαιρόμουνα όμως πολύ γιατί είχαμε πάρει πολύ ωραίες αποφάσεις, για ένα ταξίδι στο Λονδίνο που εξελίχθηκε καταπληκτικά και για το κουκλίστικο πρώτο μας σπιτάκι που είχαμε φτιάξει του δικού μας γούστου και για την κόκκινη σούπερ Άλφα Ρομέο που μας είχαν πάρει. Είχαμε αποφασίσει να κάνουμε αμέσως παιδί. Την πρώτη νύχτα του γάμου μας την περάσαμε στο…καζίνο της Πάρνηθας όπου – ασυνήθιστοι στους …τζόγους- παρά λίγο να χάσουμε όλα τα λεφτά που είχαμε για το ταξίδι.

  1. Τελικά υπάρχει συνταγή για ένα επιτυχημένο γάμο; Εσείς πως καταφέρνετε να είστε τόσα χρόνια μαζί, ποιο είναι το μυστικό σας;

Αγαπιόμαστε πολύ, αγαπάμε τα παιδιά μας και τα θέλουμε όσο πιο κοντά μας γίνεται, δεν μας αρέσουν τα «πλήθη», έχουμε λίγους και καλούς κοινούς φίλους, σεβαστήκαμε στο έπακρο τους γονείς μας και τις «παραξενιές» τους, τρώμε τα ίδια φαγητά, βλέπουμε τις ίδιες ταινίες, ακούμε την ίδια μουσική, ενδιαφερόμαστε ο ένας για τον άλλον. Και τα δυο σημαντικότερα : Η Βίκυ κατάλαβε νωρίς ότι παντρευόταν έναν αεικίνητο άνθρωπο που δούλευε πολλές ώρες, αφοσιωμένο στη δουλειά του αλλά και στην οικογένειά του. Κι εγώ, προσπάθησα όσο μπορούσα να αφήσω τις «μαγκιές» έξω απ΄το σπίτι.

 

  1. Να σας πάω πίσω στα παιδικά σας χρόνια. Είστε υιός του αειμνήστου Λάμπρου Κωνσταντάρα. Η φήμη του λατρεμένου πατέρα σας, σας επηρέασε στις μετέπειτα επιλογές σας; (σε οποιοδήποτε τομέα κυρίως προσωπικό)

Δεν με επηρέασε. Με ταλαιπώρησε. Άλλες φορές ευχάριστα κι άλλες φορές δυσάρεστα. Ήμουν πάντα θαυμαστής του θεατρικού ταλέντου του πατέρα μου. Τον καμάρωνα και τον λάτρευα όταν ήταν πάνω στη σκηνή, μοναδικός και αξεπέραστος. Είχα δει ΟΛΕΣ του τις θεατρικές παραστάσεις από δέκα και είκοσι φορές την κάθε μία. Ειδικά το «Υπάρχει και Φιλότιμο» πρέπει να το είδα το 1964-1965 πάνω από πενήντα φορές. Τον μελετούσα στις λεπτομέρειές της ερμηνείας του, τα συζητούσαμε μετά και μου εξηγούσε για την άρθρωση, την αναπνοή, το διάφραγμα, τη μελέτη του θεατή και της ψυχολογίας του κοινού. Έμαθα πολλά. Αλλά δεν το είχα το θεατρικό τάλαντο, δεν προσπάθησα να του μοιάσω, δεν θέλησα –ούτε κι αυτός- να ακολουθήσω τα βήματά του, δεν χρειάστηκε να με βοηθήσει επαγγελματικά και την πρώτη φορά που ένοιωσα ότι με καμάρωνε κι αυτός, αισθάνθηκα ευτυχισμένος. Παρακολουθούσε κυρίως τις αθλητικές μου μεταδόσεις και τα δελτία Ειδήσεων που παρουσίαζα στην τηλεόραση από το 1976 και μετά. Δύσκολος συνεργάτης, δύσκολος κριτής. Του έγραψα μουσική για πάνω από δέκα ταινίες και άλλα τόσα θεατρικά. Κι όταν χρειάστηκε να τραγουδήσει τραγούδια μου για το θέατρο ή το σινεμά, ήταν πειθήνιος και εύκολος σαν μαθητούδι απέναντί μου. Με τίμησε και τον τίμησα. Είναι τιμή μου να με λένε «ο γιός του Κωνσταντάρα». Όπως είναι τιμή μου να λένε το ίδιο και για το δικό μου γιό. Αλλά η κληρονομιά είναι «βαριά». Και πολλές φορές, ενοχλητική.

  1. Καταφέρατε να γίνεται ένα αγαπητό πρόσωπο και να σας εμπιστευθεί το αναγνωστικό και τηλεοπτικό κοινό, καθώς και να σας υποστηρίξει με τις πολιτικές σας τοποθετήσεις. Πείτε μου, είναι εύκολο να μεγαλώνεις δυο παιδιά όταν είσαι τόσο αναγνωρίσιμος; Ο τρόπος που μεγαλώσατε ως παιδί συγκλίνει με τον τρόπο που ¨αναστήσατε¨ τα δικά σας παιδιά;

Δεν είναι εύκολο να μεγαλώνεις παιδιά όταν δουλεύεις τόσες ώρες την ημέρα, όποιο επάγγελμα και να κάνεις. Ευτυχώς, είχα καλή γυναίκα. Η οποία φρόντισε και με αναπλήρωνε όταν έλλειπα και εμφύσησε στα παιδιά τη νοοτροπία του ότι « για μένα είναι απλώς ο μπαμπάς μου». Εγώ και τα παιδιά μου δεν μεγαλώσαμε – δυστυχώς για μένα- με τον ίδιο τρόπο. Εγώ μεγάλωσα σ΄ ένα μικροαστικό σπίτι, χωρίς τον πατέρα μου που είχε χωρίσει απ΄ τη μάνα μου η οποία έκανε τα πάντα για να είμαι καλά. Τα παιδιά μου τον είχαν τον πατέρα τους ο οποίος ΔΕΝ ήταν ο «σούπερσταρ» που ήταν ο δικός μου. Εμένα, μου έλλειψε και η παρουσία του και το «καθημερινό» του ενδιαφέρον. Αυτά φρόντισα να μην λείψουν απ΄τα δικά μου τα παιδιά.

 

  1. Μεγαλώνοντας ένα κορίτσι και ένα αγόρι τι εφόδια χρειάζονται για την ζωή τους;

Μεγάλη κουβέντα. Αρχικά χρειάζονται ένα προγραμματισμό για καλή μόρφωση και –ει δυνατόν- εξειδίκευση. Μετά, σωστό οικογενειακό περιβάλλον, χωρίς καυγάδες, έριδες, αντιπαλότητες. Τα παιδιά χρειάζονται διάλογο για τις διάφορες αποφάσεις που λαμβάνονται και τα αφορούν έμμεσα ή άμεσα. Χρειάζονται βιβλία και να μάθουν να τα διαβάζουν. Να ρωτάνε. Να αποκτούν απόψεις για τον Πόλεμο και την Ειρήνη, για την Πατρίδα τους, για την ιστορία. Και να τις υποστηρίζουν. Χρειάζονται καλή επαφή με το περιβάλλον, αγάπη στη θάλασσα και τα ζώα , συνειδητοποίηση της εξέλιξης και της τεχνολογίας, σωστή επαφή με τα προβλήματα της καθημερινότητας, με τη σημασία του σχολείου και του δασκάλου , με τον αθλητισμό, με τη θρησκεία, με την οικογένεια και σεβασμό σε αρχές. Δύσκολα πράγματα. Αλλά απαραίτητα. Πράγματα που θα τους ακολουθούν ολόκληρη τη ζωή τους.

  1. Είστε λάτρης του έρωτα και αυτό προκύπτει από το τελευταίο ομαδικό ερωτικό μυθιστόρημα. Πρόκειται για ένα νέο εγχείρημα που επιδιώξατε εσείς και ο Μίλτος Γήτας και έχω την τιμή να συμμετέχω. Ένα βιβλίο με τίτλο ¨Σε Δώδεκα πράξεις¨, γραμμένο από δώδεκα αγνώστους μέχρι πρότινος συγγραφείς. Πιστεύεται στην δύναμη της αγάπης; Ποιο είναι το μήνυμα που εισπράττει ο αναγνώστης;

 

Ειλικρινά, με συνεπήρε αυτή η ιδέα. Όχι τόσο για την ιστορία που γράψαμε όσο για το εγχείρημα. Όχι για τον προορισμό αλλά για το ταξίδι. Ήταν πρωτοποριακό, πρωτόφαντο και γεμάτο άπειρες δυσκολίες. Αυτό θα πει «εγχείρημα». ΠΡΕΠΕΙ να είναι δύσκολο. Κι εμείς, τα καταφέραμε μια χαρά. Φυσικά πιστεύω στη δύναμη της αληθινής αγάπης. Πιστεύω και σε άλλα πράγματα. Στον αλληλοσεβασμό, στην υπομονή, στην ανεκτικότητα, στην επιμονή, στην ειλικρίνεια. Πάνω απ΄ όλα, στην αγάπη. Κινεί τα πάντα. Και τα περιλαμβάνει όλα. Όπου υπάρχει αδιαλλαξία, εγωισμός, ταπεινά κίνητρα, λατρεία του χρήματος, υπονόμευση, υπολογισμός, συκοφαντία, εμπαιγμός, ΔΕΝ υπάρχει αγάπη. Κι αν δεν υπάρχει αγάπη…

 
        
 
©2004-2024 Created and Powered by EXIS I.T. - Designed by ::ittech.gr::