Ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε στις εκδόσεις Καστανιώτη το τελευταίο μου βιβλίο. Τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, γίνεται η δεύτερη διόρθωση και η σελιδοποίηση. Και σας το λέω γιατί ξέρω ότι η Καβάλα – πάντα με τη βοήθεια του «Περιωδικού» της- έχει αγκαλιάσει τη συγγραφική μου δραστηριότητα με μεγάλη αγάπη. Σας χρωστάω λοιπόν μιαν εξήγηση για το περιεχόμενο του νέου μου βιβλίου που μέχρι τα Χριστούγεννα θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία αλλά και γενικότερα, για τη φιλοσοφία που έχω υιοθετήσει γράφοντας βιβλία. Εν ολίγοις, από βιβλίο σε βιβλίο, αλλάζω θεματολογία, είδος γραφής, είδος βιβλίου και παρουσιάζω έναν άλλο συγγραφικό εαυτό που δεν αποκλείεται κάποιος ερευνητικός αναγνώστης, κάποια στιγμή να αναρωτηθεί επικριτικά : «Μα τι κάνει αυτός;» Έχω μια βασική ανησυχία όταν ξεκινώ να γράψω ένα βιβλίο : Προσφέρω τίποτε μ αυτές τις τυπωμένες σελίδες; Ή κάνω απλώς το …ψώνιο μου; Μήπως εκμεταλλεύομαι το γεγονός ότι είμαι γνωστός και υπάρχουν πάντα κάποιοι άνθρωποι που παίρνουν τα βιβλία μου από περιέργεια; Μήπως εκμεταλλεύομαι το γεγονός ότι ραδιόφωνα και τηλεοράσεις και εφημερίδες τα προβάλλουν τα βιβλία μου επειδή οι δημοσιογράφοι με ξέρουν και θέλουν να με …περιποιηθούν; Και αυτή η φοβία, αυτή η ανησυχία με κάνει να ψάχνω να βρίσκω στοιχεία διαφορετικότητας, μοναδικότητας, πρωτοτυπίας γύρω απ΄ τα οποία να μπλέκω το βιβλίο και να μην αφηγούμαι απλώς μια ιστορία ή να κάνω απλώς μιαν ιστορική αναδρομή. Στο «Λάμπρος Κωνσταντάρας – Μέσα απ΄τα δικά μου μάτια» έδωσα τον αγαπημένο ηθοποιό πολλών γενεών έτσι όπως τον είχα δει εγώ ως γιός και συνεργάτης του, χωρίς να στερήσω από το βιβλίο και το εμπορικό στοιχείο των φωτογραφιών ή των ιστοριών των ταινιών. Στο «Απόψε θα σου ορκιστώ πως σ αγαπάω» έγραψα ένα μυθιστόρημα , βασισμένο όμως σε μιαν ολόκληρη εποχή που βίωσε έντονα η γενιά μου, σε ανθρώπους και χαρακτήρες υπαρκτούς, σε μέρη και γεγονότα γνωστά και καταγεγραμμένα. Στο «Στα Δύσκολα σε θέλω» αφηγήθηκα μια σχεδόν πραγματική ιστορία με πραγματικούς ήρωες που ξεπήδησαν μέσα από κομμάτια της σύγχρονης ιστορικής μας πραγματικότητας» Στο «Δόξα και Δάκρυ», έδωσα μαζύ με τον Μάνο Κοντολέων μια πολύ πρωτότυπη καταγραφή και εξιστόρηση του θεσμού των Ολυμπιακών Αγώνων , καταθέτοντας στοιχεία από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της περιόδου πριν και μετά κάθε διοργάνωση Ολυμπιακών αγώνων στον κόσμο και ξεχωρίσαμε τις προσωπικότητες κάθε διοργάνωσης δίνοντας τη δική μας θεώρηση της ιστορίας τους. Στο «Μαύρο Κουτί» αφηγήθηκα μια πραγματική ιστορία, βασισμένη σ ένα πραγματικό ημερολόγιο της Κατοχής και όλα τα γεγονότα που συνόδεψαν την μοναχική πορεία ενός ανώνυμου ανθρώπου από τη γέννηση ως το θάνατό του αλλά μέσα από δραματικές εξελίξεις, επαναστάσεις, πολέμους και πραξικοπήματα. Και τώρα, έρχονται τα «Γράμματα στον Παράδεισο». Άλλη γραφή, άλλη «πλοκή», άλλη λογική. Γράφω κάπου στον πρόλογό μου : « Δάκρυσα όταν κάποια στιγμή σκέφτηκα πόσα πολλά πράγματα ΔΕΝ κατάφερα, ΔΕΝ τόλμησα, ΔΕΝ πρόλαβα να πω σε κάποιους ανθρώπους όσο ζούσαν. Σε ανθρώπους, σε άτομα που χαρακτηρίζονται σε γενικές γραμμές « προσωπικότητες» που δεν ζουν πια και τους οποίους κι εσείς , κάποιοι από εσάς, λίγοι ή πολλοί, για λίγο ή για πολύ, αγαπήσατε και τιμήσατε και θαυμάσατε. Μόνο που για μένα – και για πολλούς άλλους βέβαια, ας μην διεκδικώ αλαζονικά προνόμια- οι περισσότερες απ΄ αυτές τις προσωπικότητες αυτές ήταν και φίλοι. Όχι μόνο φίλοι. Ήταν και δάσκαλοι. Μερικοί ήταν συνεργάτες. Άλλοι...αντίπαλοι. Αλλά ήταν άνθρωποι του σχετικά κοντινού μου περιβάλλοντος. Που είχα σχέση, επαφή μαζί τους. Κι εκείνοι μαζί μου. Που τους αγαπούσα και τους σεβόμουν πολύ και ειλικρινά αλλά δεν το ήξεραν. Που με αγαπούσαν και με στήριζαν αλλά άργησα να το μάθω. Που με αδίκησαν. Ή που τους αδίκησα. Που τους συγχώρεσα ή με συγχώρεσαν. Άνθρωποι που κάναμε μαζί λίγες ή πολλές ιδιαίτερες κουβέντες, που ζήσαμε ιδιαίτερες στιγμές, που είχαν κάποια ιδιαίτερη σημασία για μένα ή για την οικογένειά μου, που μας συνέδεσε ή μας χώρισε κάτι ιδιαίτερο, που μοιραστήκαμε κάποια μικρά, «δικά» μας μυστικά, που μας ένωσε μια μεγάλη χαρά, που μας χώρισε μια μεγάλη λύπη. Ή μια μεγάλη παρεξήγηση. Αποφάσισα λοιπόν να γράψω μια σειρά από γράμματα. Μια σειρά από αφηγήσεις, αναμνήσεις , παράπονα, διαπιστώσεις, ακόμα και μικρο- αποκαλύψεις και να τους τα στείλω. Δυστυχώς, δεν τα μοιράστηκα μαζί τους όσο ήσαν ζωντανοί.» Τα «Γράμματα στον Παράδεισο» τα έστειλα στον Οδυσσέα Ελύτη, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Μάνο Χατζιδάκι, τη Μελίνα Μερκούρη, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον Αντώνη Σαμαράκη, το Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον πατέρα μου, τη μάννα μου, τον Σάββα Κωνσταντόπουλο, τη Μαρία Ρεζάν, το Φρέντυ Γερμανό, τη Μαλβίνα, το Δημήτρη Χορν, το Λυκούργο Κομίνη, την ‘Ελλη Λαμπέτη, τον διεθνούς φήμης πολεοδόμο Γεώργιο Κανδύλη, τον Κώστα Πρετεντέρη, τον Αλέκο Σακελλάριο, το νεαρό δημοσιογράφο Χαράλαμπο Τσιριμονάκη, τη θειά μου τη Μίτση, την Ελένη Βλάχου, τον Εμιλ Ζάτοπεκ, τον Άλκη Στέα, τον Αντώνη Τρίτση… Σε όλους χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Κι όλα αυτά, γιατί μια μέρα, ήρθε και με βρήκε η κόρη μου η Παυλίνα και μου διάβασε ένα γράμμα που έστειλε στους φίλους του ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές όταν έμαθε ότι ήταν βαριά άρρωστος. Διαβάστε μερικές γραμμές και πείτε μου: Κι εσείς δεν θέλετε ΤΩΡΑ να γράψετε ένα γράμμα;
«Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σε έβλεπα να κοιμάσαι, θα σε αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σε έβλεπα να βγαίνεις από την πόρτα, θα σε αγκάλιαζα και θα σου έδινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που θα σε έβλεπα, θα έλεγα «σ''αγαπώ» και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη. Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ήθελα να σου πω πόσο σ''αγαπώ και ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω. Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, ούτε νέος ούτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι'' αυτό μην περιμένεις άλλο, καν''το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μία αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια επιθυμία.
Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις «συγγνώμη», «συγχώρεσέ με», «σε παρακαλώ», «ευχαριστώ» κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα από τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα».
|